συναριθμῶ — συναριθμέω reckon in pres subj act 1st sg (attic epic doric) συναριθμέω reckon in pres ind act 1st sg (attic epic doric) συναριθμέω reckon in pres subj act 1st sg (attic epic doric) συναριθμέω reckon in pres ind act 1st sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρίθμηση — η / συναρίθμησις, ήσεως, ΝΜΑ [συναριθμῶ] η ενέργεια τού συναριθμώ, συγκαταρίθμηση, συνυπολογισμός αρχ. 1. το άθροισμα τών γραμμάτων μιας λέξης τα οποία λαμβάνονται ως αριθμοί 2. ταξινόμηση στην ίδια κατηγορία … Dictionary of Greek
αριθμώ — (AM ἀριθμῶ, έω) απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω νεοελλ. 1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω 3. υπολογίζω κατά προσέγγιση αρχ. 1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω 2. θεωρώ, νομίζω 3. παθ. συγκαταλέγομαι,… … Dictionary of Greek
εμψηφίζω — ἐμψηφίζω (Α) 1. συναριθμώ 2. «ὅταν δανειστὴς ἀποδιδόντος χρεώστου μὴ εὐθέως ἀναλαμβάνῃ τὸ ὄφλημα», (Ησύχ.) … Dictionary of Greek
καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… … Dictionary of Greek
καταγράφω — (AM καταγράφω) 1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.) 2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
παραριθμώ — έω, Α 1. μετρώ, υπολογίζω μαζί με κάτι, συναριθμώ 2. μετρώ πράγματα ή είδη σε απογραφή 3. (για λόγους) δίνω σε κάτι ιδιαίτερη αξία 4. κάνω λάθος στο μέτρημα, λογαριάζω εσφαλμένα 5. εξαπατώ, κοροϊδεύω στο μέτρημα … Dictionary of Greek
προσλογίζομαι — Α [λογίζομαι] 1. υπολογίζω, λογαριάζω επί πλέον 2. (σχετικά με χρηματικό ποσό) συναριθμώ («καὶ οὐ προσλογιζόμενα ὅσα αὐτὸς ἐν Κύπρῳ ἔσχε... [ενν. τάλαντα]», Λυσ.) 3. παίρνω υπ όψιν μου και κάτι ακόμη 4. καταλογίζω κάτι ακόμη («καὶ μὴ τῷ πλέον… … Dictionary of Greek
προσμετρώ — προσμετρῶ, έω, ΝΑ, και προσμετράω Ν συναριθμώ, προσυπολογίζω, συνυπολογίζω. αρχ. 1. καταβάλλω πρόσθετη οφειλή σε είδος 2. συνάπτω, συνδέω 3. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ προσμετρούμενα (σχετικά με φόρο) πρόσθετο ποσοστό … Dictionary of Greek
συνυπολογίζω — Ν υπολογίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, υπολογίζω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, συναριθμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + υπολογίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek